κερατώδης
Смотреть что такое "κερατώδης" в других словарях:
κερατώδης — like antlers masc/fem acc pl (attic epic doric) κερατώδης like antlers masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κερατώδης like antlers masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατώδης — ες (Α κερατώδης, ῶδες) [κέρας] αυτός που έχει το σχήμα ή τη σύσταση τού κέρατος, ο κερατοειδής αρχ. 1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος 2. αυτός που έχει ψηλές και απότομες κορυφές λόφων ή βουνών, κεραώδης* … Dictionary of Greek
κερατώδη — κερατώδης like antlers neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κερατώδης like antlers masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κερατώδης like antlers masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατῶδες — κερατώδης like antlers masc/fem voc sg κερατώδης like antlers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατώδεις — κερατώδης like antlers masc/fem acc pl κερατώδης like antlers masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατώδεος — κερατώδης like antlers masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek